- αιστάνομαι
- αίστημα, αίστηση, κ.λπ. βλ. αισθάνομαι*, αίσθημα*, αίσθηση* κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αισθάνομαι — αισθάνθηκα, και αιστάνομαι αιστάνθηκα 1. μτβ., αντιλαμβάνομαι κάτι με τις αισθήσεις μου, νιώθω: Αισθάνομαι πως τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. 2. αμτβ., διατηρώ τις αισθήσεις μου, συναισθάνομαι: Είναι πολύ βαριά άρρωστος, αλλά αισθάνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)